απόστρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόστρατος < αποστρατ(εύω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) [1][2] Μορφολογικά, από- + -στρατος (στρατός) → δείτε και αποστρατεία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.stɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐στρα‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααπόστρατος, -η, -ο
- (στρατιωτικός όρος) που έχει αποστρατευτεί, που είναι σε αποστρατεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόστρατος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει αποστρατευτεί
- ⮡ Ένωση Αποστράτων
- κυρίως για αξιωματικό που είναι σε αποστρατεία, που όταν αποχώρησε υποχρεωτικά από το στράτευμα δεν είχε προαχθεί [3]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω και στρατός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απόστρατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)