αποστρατεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστρατεία < αποστρατεύω + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποστρατεία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστρατεύω
- (στρατιωτικός όρος) η απομάκρυνση από το στράτευμα και συνακόλουθη συνταξιοδότηση ενός (υπ)αξιωματικού
- (στρατιωτικός όρος) η κατάσταση και η ιδιότητα ενός απόστρατου
- (μεταφορικά) η απόσυρση από την ενεργό δράση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω, απόστρατος και στρατός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποστρατεία
|