συνακόλουθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνακόλουθος < αρχαία ελληνική συνακόλουθος < σύν + ἀκόλουθος
Επίθετο
επεξεργασίασυνακόλουθος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνακόλουθος
|
συνακόλουθος, -η, -ο
|