συνακολουθία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνακολουθία < ελληνιστική κοινή συνακολουθία < αρχαία ελληνική συνακόλουθος < σύν + ἀκόλουθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνακολουθία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το να είναι κάτι συνακόλουθο, η ιδιότητα του συνακόλουθου, αλληλουχία γεγονότων, καταστάσεων ή φαινομένων, όπου το ένα επακολουθεί φυσικά ή λογικά το άλλο, δημιουργώντας μια αδιάσπαστη συνέχεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνακολουθία
|
Πηγές
επεξεργασία- συνακολουθία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνακολουθία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συνακολουθία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: συνακόλουθος