ἀκόλουθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ᾰκολουθ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκόλουθος | τὸ | ἀκόλουθον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκολούθου | τοῦ | ἀκολούθου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκολούθῳ | τῷ | ἀκολούθῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκόλουθον | τὸ | ἀκόλουθον | ||
κλητική ὦ! | ἀκόλουθε | ἀκόλουθον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκόλουθοι | τὰ | ἀκόλουθᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀκολούθων | τῶν | ἀκολούθων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκολούθοις | τοῖς | ἀκολούθοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκολούθους | τὰ | ἀκόλουθᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀκόλουθοι | ἀκόλουθᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκολούθω | τὼ | ἀκολούθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκολούθοιν | τοῖν | ἀκολούθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀκόλουθος < ἀ- + κέλευθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀκόλουθος, -ος, -ον
- που ακολουθεί
- (ουσιαστικοποιημένο) υπηρέτης
- επακόλουθος
- σύμφωνος
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) αναλογικός, κατ' αναλογίαν
- ※ ⌘ 2ος αιώνας ΚΕ Ἀπολλώνιος ὁ Δύσκολος, Γραμματικός, Apollonius Dyscolus Grammaticus @schmidhauser
- (Περὶ ἀντωνυμιῶν - de Pronominibus A.D. Pron 11.21.)
- τὸ ἀκόλουθον τοῦ λόγου (Περὶ συντάξεως - de Syntaxi) (A.D. Synt. 149, 9)
- → και δείτε επιρρήμα ἀκολούθως
- ※ ⌘ 2ος αιώνας ΚΕ Ἀπολλώνιος ὁ Δύσκολος, Γραμματικός, Apollonius Dyscolus Grammaticus @schmidhauser
Πηγές
επεξεργασία- ἀκόλουθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκόλουθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.