απόμαχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απόμαχος | η | απόμαχη | το | απόμαχο |
γενική | του | απόμαχου | της | απόμαχης | του | απόμαχου |
αιτιατική | τον | απόμαχο | την | απόμαχη | το | απόμαχο |
κλητική | απόμαχε | απόμαχη | απόμαχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόμαχοι | οι | απόμαχες | τα | απόμαχα |
γενική | των | απόμαχων | των | απόμαχων | των | απόμαχων |
αιτιατική | τους | απόμαχους | τις | απόμαχες | τα | απόμαχα |
κλητική | απόμαχοι | απόμαχες | απόμαχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόμαχος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.ma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐μα‐χος
Επίθετο
επεξεργασίααπόμαχος, -η, -ο
- απόστρατος, βετεράνος, παλαίμαχος
- (κατ’ επέκταση) ο ηλικιωμένος, που έχει πια αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή επαγγελματική ζωή
Συγγενικά
επεξεργασία- απομαχικός
- → δείτε τις λέξεις από και μάχη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απόμαχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας