Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομαχικός η απομαχική το απομαχικό
      γενική του απομαχικού της απομαχικής του απομαχικού
    αιτιατική τον απομαχικό την απομαχική το απομαχικό
     κλητική απομαχικέ απομαχική απομαχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομαχικοί οι απομαχικές τα απομαχικά
      γενική των απομαχικών των απομαχικών των απομαχικών
    αιτιατική τους απομαχικούς τις απομαχικές τα απομαχικά
     κλητική απομαχικοί απομαχικές απομαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομαχικός < απόμαχος + -ικός < αρχαία ελληνική ἀπόμαχος < ἀπό + μάχη

  Επίθετο επεξεργασία

απομαχικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία