ενικός         πληθυντικός  
officer officers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

officer (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ο/η αξιωματικός, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας στις ένοπλες δυνάμεις· ο/η πλοίαρχος, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε πλοίο
    ⮡  a top-ranking officer - ανώτατος αξιωματικός
    ⮡  an army/navy/air force officer - αξιωματικός του στρατού/του ναυτικού/της αεροπορίας
    ⮡  They stationed the officer in the unit.
    Τοποθέτησαν τον αξιωματικό στην μονάδα.
  2. (επάγγελμα) ο/η αστυνομικός
    ⮡  a plainclothes/uniformed officer - αστυνομικός με πολιτικά/με στολή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη police officer
  3. χρησιμοποιείται ως μορφή απεύθυνσης για αστυνομικό
    ⮡  Excuse me, officer, can you tell me…/can I park here?
    Με συγχωρείτε, κ. αστυφύλακα, μπορείτε να μου πείτε…/μπορώ να παρκάρω εδώ;
  4. ο/η αξιωματούχος, ο/η υπάλληλος, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας στην κυβέρνηση ή σε έναν μεγάλο οργανισμό
    ⮡  officers of the government - αξιωματούχοι του κράτους
    ⮡  a customs officer - τελωνειακός υπάλληλος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία