officer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
officer | officers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαofficer (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) ο/η αξιωματικός, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας στις ένοπλες δυνάμεις· ο/η πλοίαρχος, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε πλοίο
- ⮡ a top-ranking officer - ανώτατος αξιωματικός
- ⮡ an army/navy/air force officer - αξιωματικός του στρατού/του ναυτικού/της αεροπορίας
- ⮡ They stationed the officer in the unit.
- Τοποθέτησαν τον αξιωματικό στην μονάδα.
- (επάγγελμα) ο/η αστυνομικός
- ⮡ a plainclothes/uniformed officer - αστυνομικός με πολιτικά/με στολή
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη police officer
- χρησιμοποιείται ως μορφή απεύθυνσης για αστυνομικό
- ⮡ Excuse me, officer, can you tell me…/can I park here?
- Με συγχωρείτε, κ. αστυφύλακα, μπορείτε να μου πείτε…/μπορώ να παρκάρω εδώ;
- ⮡ Excuse me, officer, can you tell me…/can I park here?
- ο/η αξιωματούχος, ο/η υπάλληλος, πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας στην κυβέρνηση ή σε έναν μεγάλο οργανισμό
- ⮡ officers of the government - αξιωματούχοι του κράτους
- ⮡ a customs officer - τελωνειακός υπάλληλος