police officer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
police officer | police officers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαpolice officer (en)
- (επάγγελμα) ο/η αστυνόμος, ο αστυνομικός/η αστυνομικίνα, ο/η αστυφύλακας
- ↪ ”Move along!” said the police officer.
- «Απομακρυνθείτε!» είπε ο αστυφύλακας.
- ↪ ”Move along!” said the police officer.