Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστυνομικίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αστυνομικίν
α
οι
αστυνομικίν
ες
γενική
της
αστυνομικίν
ας
των
αστυνομικίν
ων
αιτιατική
την
αστυνομικίν
α
τις
αστυνομικίν
ες
κλητική
αστυνομικίν
α
αστυνομικίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστυνομικίνα
<
αστυνομικός
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αστυνομικίνα
θηλυκό
(
προφορικό
,
επάγγελμα
) γυναίκα
αστυνομικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστυνομικίνα
γαλλικά
:
policière
(fr)