ενικός         πληθυντικός  
cop cops

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cop (en)


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cop (tr)

  1. χοντρό και κοντό ραβδί
  2. αστυνομικό ραβδί, γκλομπ