επιστράτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιστράτευση | οι | επιστρατεύσεις |
γενική | της | επιστράτευσης* | των | επιστρατεύσεων |
αιτιατική | την | επιστράτευση | τις | επιστρατεύσεις |
κλητική | επιστράτευση | επιστρατεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστρατεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιστράτευση < επί + στράτευση, αρχαία ελληνική ἐπιστράτευσις,
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιστράτευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιστρατεύω
- (στρατιωτικός όρος): η πρόσκληση υπό τα όπλα, επαναφορά σε στρατιωτική υπηρεσία των εφέδρων λόγω στρατιωτικών αναγκών
- (πολιτική) η αναγκαστική επαναφορά στην εργασία λόγω εκτάκτων αναγκών
- (μεταφορικά) η κινητοποίηση προσώπου ή προσώπων, ή ευρύτερη καταβολή δυνάμεων ή γνώσεων για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο όρος αφορά πρόσωπα, σε αντίθεση με τον όρο επίταξη που αφορά ζώα, μέσα μεταφοράς, τρόφιμα και υλικά.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιστράτευση
|