Ετυμολογία

επεξεργασία
mobilisation < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mobilisation mobilisations

mobilisation (fr) θηλυκό

  1. η κινητοποίηση
  2. η επιστράτευση

Συγγενικά

επεξεργασία