Ετυμολογία

επεξεργασία
mobilisable < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.zabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mobilisable mobilisables

mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κινητοποιηθεί
  2. στρατεύσιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mobilisable mobilisables

mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία