στράτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στράτευση | οι | στρατεύσεις |
γενική | της | στράτευσης* | των | στρατεύσεων |
αιτιατική | τη | στράτευση | τις | στρατεύσεις |
κλητική | στράτευση | στρατεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στράτευση < αρχαία ελληνική στράτευσις < στρατεύω < στρατός (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική engagement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστράτευση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η κατάταξη για υπηρέτηση της στρατιωτικής θητείας στον στρατό
- (μεταφορικά, λόγιο) η ένταξη σε ομάδα ατόμων που αγωνίζονται για κάποιο σκοπό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στράτευση
Πηγές
επεξεργασία- στράτευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στράτευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στράτευση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- στράτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.