υπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπηρέτηση | οι | υπηρετήσεις |
γενική | της | υπηρέτησης* | των | υπηρετήσεων |
αιτιατική | την | υπηρέτηση | τις | υπηρετήσεις |
κλητική | υπηρέτηση | υπηρετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπηρετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπηρέτηση < αρχαία ελληνική ὑπηρέτησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπηρέτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπηρετώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπηρέτηση
|