Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπηρετήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπηρετώ
  2. θα υπηρετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπηρετώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υπηρετήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπηρέτηση