↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στράτευσῐς αἱ στρατεύσεις
      γενική τῆς στρατεύσεως τῶν στρατεύσεων
      δοτική τῇ στρατεύσει ταῖς στρατεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στράτευσῐν τὰς στρατεύσεις
     κλητική ! στράτευσῐ στρατεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατεύσει
γεν-δοτ τοῖν  στρατευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στράτευσις < στρατεύ(ω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: στράτευση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στράτευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)