αναιρετέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναιρετέος < αναίρεση
Επίθετο
επεξεργασίααναιρετέος -α -ο
- αυτός εναντίον του οποίου πρέπει να ασκηθεί αναίρεση, αυτός που πρέπει να αναιρεθεί, να ακυρωθεί (πιο συνηθισμένο το θηλυκό πλέον, στη φράση αναιρετέα απόφαση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναιρετέος