Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξεταστέος η ανεξεταστέα το ανεξεταστέο
      γενική του ανεξεταστέου της ανεξεταστέας του ανεξεταστέου
    αιτιατική τον ανεξεταστέο την ανεξεταστέα το ανεξεταστέο
     κλητική ανεξεταστέε ανεξεταστέα ανεξεταστέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξεταστέοι οι ανεξεταστέες τα ανεξεταστέα
      γενική των ανεξεταστέων των ανεξεταστέων των ανεξεταστέων
    αιτιατική τους ανεξεταστέους τις ανεξεταστέες τα ανεξεταστέα
     κλητική ανεξεταστέοι ανεξεταστέες ανεξεταστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξεταστέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ανεξεταστέος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία