Δείτε επίσης: ἀνάριος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάριος η ανάρια το ανάριο
      γενική του ανάριου της ανάριας του ανάριου
    αιτιατική τον ανάριο την ανάρια το ανάριο
     κλητική ανάριε ανάρια ανάριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάριοι οι ανάριες τα ανάρια
      γενική των ανάριων των ανάριων των ανάριων
    αιτιατική τους ανάριους τις ανάριες τα ανάρια
     κλητική ανάριοι ανάριες ανάρια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνάριος < ἀν(ά) + αρχαία ελληνική ἀραιός με συνίζηση [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈnaɾ.ʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐ριος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανάριος, -α, -ο

  1. (λογοτεχνικό, λαϊκό) αραιός
    ※  Ἀνάριο τὸ σκοτάδι, μισοδιάφανο,
    μόλις ποὺ τὸν σκεπάζει στὴν καπνιά του.
    Καὶ τὰ γυμνὰ κλαριὰ σὰν χέρια ὑψώνονται
    καὶ δέονται στὸ ἄυλο πέρασμά του.
    (Λάμπρος Πορφύρας, Εσπερινός).
    ※  19ος/20ος αιώνας, Νίκος Καζαντζάκης, Ο τελευταίος πειρασμός, 1η έκδοση 1955.
    Τό ἀνάριο σύννεφο πού 'χε φανεῖ στὴν ἔρημο πύκνωσε, μαύρισε, ἔπιασε τὸν οὐρανό, ἀκούστηκαν βροντές, ἔπεσαν οἱ πρῶτες στάλες· σκοτείνιασε ἡ γῆς, οἱ δρόμοι χάθηκαν· κι ἀπότομα ἄνοιξαν οἱ καταρράχτες τ' οὐρανοῦ, γούβωσε ὁ Ἰησοῦς τὶς φοῦχτες του, γέμισαν νερό, ἤπιε·
  2. (λογοτεχνικό, λαϊκό) σποραδικός
    ※  Ποτίζει με ως στ’ ακρόνυχα η ουρανική γαλήνη,
    σάρκα νηπίου τον πόθο μου σα να ’θελε απαλύνει.
    Και κάποιο φύσημα λεπτό κι ανάριο στο κορμί μου,
    σαν του δαφνόλαδου η πνοή, ξυπνάει τη δύναμή μου!
    (Άγγελος Σικελιανός, Μήτηρ Θεού IV, (1916-1917)).

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία