Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλογονούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλογονούχ
ος
η
αλογονούχ
α
το
αλογονούχ
ο
γενική
του
αλογονούχ
ου
της
αλογονούχ
ας
του
αλογονούχ
ου
αιτιατική
τον
αλογονούχ
ο
την
αλογονούχ
α
το
αλογονούχ
ο
κλητική
αλογονούχ
ε
αλογονούχ
α
αλογονούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλογονούχ
οι
οι
αλογονούχ
ες
τα
αλογονούχ
α
γενική
των
αλογονούχ
ων
των
αλογονούχ
ων
των
αλογονούχ
ων
αιτιατική
τους
αλογονούχ
ους
τις
αλογονούχ
ες
τα
αλογονούχ
α
κλητική
αλογονούχ
οι
αλογονούχ
ες
αλογονούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλογονούχος
<
αλογόνο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
αλογονούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
αλογόνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλογονούχος