Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδαμαντοφόρος η αδαμαντοφόρα το αδαμαντοφόρο
      γενική του αδαμαντοφόρου της αδαμαντοφόρας του αδαμαντοφόρου
    αιτιατική τον αδαμαντοφόρο την αδαμαντοφόρα το αδαμαντοφόρο
     κλητική αδαμαντοφόρε αδαμαντοφόρα αδαμαντοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδαμαντοφόροι οι αδαμαντοφόρες τα αδαμαντοφόρα
      γενική των αδαμαντοφόρων των αδαμαντοφόρων των αδαμαντοφόρων
    αιτιατική τους αδαμαντοφόρους τις αδαμαντοφόρες τα αδαμαντοφόρα
     κλητική αδαμαντοφόροι αδαμαντοφόρες αδαμαντοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδαμαντοφόρος < αδάμαντ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

αδαμαντοφόρος, -ος ή =α, -ο

  1. αυτός που φέρει διαμάντι ή διαμάντια
  2. περιοχή παραγωγής - εξόρυξης διαμαντιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία