πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατλαζένιος η ατλαζένια το ατλαζένιο
      γενική του ατλαζένιου της ατλαζένιας του ατλαζένιου
    αιτιατική τον ατλαζένιο την ατλαζένια το ατλαζένιο
     κλητική ατλαζένιε ατλαζένια ατλαζένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατλαζένιοι οι ατλαζένιες τα ατλαζένια
      γενική των ατλαζένιων των ατλαζένιων των ατλαζένιων
    αιτιατική τους ατλαζένιους τις ατλαζένιες τα ατλαζένια
     κλητική ατλαζένιοι ατλαζένιες ατλαζένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ατλαζένιος < ατλάζ(ι) + -ένιος
ΔΦΑ : /a.tlaˈze.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατλαζένιος
παλιότερος συλλαβισμός: ατλαζένιος

ατλαζένιος, -α, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία