↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατλαζωτός η ατλαζωτή το ατλαζωτό
      γενική του ατλαζωτού της ατλαζωτής του ατλαζωτού
    αιτιατική τον ατλαζωτό την ατλαζωτή το ατλαζωτό
     κλητική ατλαζωτέ ατλαζωτή ατλαζωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατλαζωτοί οι ατλαζωτές τα ατλαζωτά
      γενική των ατλαζωτών των ατλαζωτών των ατλαζωτών
    αιτιατική τους ατλαζωτούς τις ατλαζωτές τα ατλαζωτά
     κλητική ατλαζωτοί ατλαζωτές ατλαζωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατλαζωτός < ατλάζ(ι) + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ατλαζωτός, -ή, -ό


  Μεταφράσεις

επεξεργασία