Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βισμουθιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βισμουθιούχ
ος
η
βισμουθιούχ
α
το
βισμουθιούχ
ο
γενική
του
βισμουθιούχ
ου
της
βισμουθιούχ
ας
του
βισμουθιούχ
ου
αιτιατική
τον
βισμουθιούχ
ο
τη
βισμουθιούχ
α
το
βισμουθιούχ
ο
κλητική
βισμουθιούχ
ε
βισμουθιούχ
α
βισμουθιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βισμουθιούχ
οι
οι
βισμουθιούχ
ες
τα
βισμουθιούχ
α
γενική
των
βισμουθιούχ
ων
των
βισμουθιούχ
ων
των
βισμουθιούχ
ων
αιτιατική
τους
βισμουθιούχ
ους
τις
βισμουθιούχ
ες
τα
βισμουθιούχ
α
κλητική
βισμουθιούχ
οι
βισμουθιούχ
ες
βισμουθιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βισμουθιούχος
<
βισμούθιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
βισμουθιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
βισμουθίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βισμουθιούχος