Δείτε επίσης: ἀειφόρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αειφόρος η αειφόρα το αειφόρο
      γενική του αειφόρου της αειφόρας του αειφόρου
    αιτιατική τον αειφόρο την αειφόρα το αειφόρο
     κλητική αειφόρε αειφόρα αειφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αειφόροι οι αειφόρες τα αειφόρα
      γενική των αειφόρων των αειφόρων των αειφόρων
    αιτιατική τους αειφόρους τις αειφόρες τα αειφόρα
     κλητική αειφόροι αειφόρες αειφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αειφόρος < ελληνιστική κοινή ἀειφόρος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sustainable.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αεί + -φόρος (<φέρω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.iˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ει‐φό‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

αειφόρος -α/-ος, -ο

  • αυτός που εγγυάται την αειφορία, που εξασφαλίζει την παραγωγή αγαθών χωρίς την μείωση της παραγωγικής δυνατότητας.
    αειφόρος ανάπτυξη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αειφόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)