παραθετικά
θετικός sustainable
συγκριτικός more sustainable
υπερθετικός most sustainable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sustainable < sustain + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

sustainable (en)

  1. αειφόρος, αειφορικός, με τρόπο που δεν βλάπτει το περιβάλλον
    ⮡  sustainable tourism - αειφόρος τουρισμός
    ⮡  sustainable waste management - αειφόρα διαχείριση αποβλήτων
    ⮡  sustainable fishing - αειφορική αλιεία
  2. βιώσιμος, που μπορεί να διαρκέσει
    ⮡  It’s a good example for the way in which sustainable solutions can be found.
    Είναι καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βρεθούν βιώσιμες λύσεις.
    ⮡  Parliament couldn’t deliver a sustainable government.
    Η βουλή δεν μπόρεσε να δώσει βιώσιμη κυβέρνηση.