sustainable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sustainable |
συγκριτικός | more sustainable |
υπερθετικός | most sustainable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsustainable (en)
- αειφόρος, αειφορικός, με τρόπο που δεν βλάπτει το περιβάλλον
- ⮡ sustainable tourism - αειφόρος τουρισμός
- ⮡ sustainable waste management - αειφόρα διαχείριση αποβλήτων
- ⮡ sustainable fishing - αειφορική αλιεία
- βιώσιμος, που μπορεί να διαρκέσει
- ⮡ It’s a good example for the way in which sustainable solutions can be found.
- Είναι καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βρεθούν βιώσιμες λύσεις.
- ⮡ Parliament couldn’t deliver a sustainable government.
- Η βουλή δεν μπόρεσε να δώσει βιώσιμη κυβέρνηση.
- ⮡ It’s a good example for the way in which sustainable solutions can be found.