δερματένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δερματένιος | η | δερματένια | το | δερματένιο |
γενική | του | δερματένιου | της | δερματένιας | του | δερματένιου |
αιτιατική | τον | δερματένιο | τη | δερματένια | το | δερματένιο |
κλητική | δερματένιε | δερματένια | δερματένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δερματένιοι | οι | δερματένιες | τα | δερματένια |
γενική | των | δερματένιων | των | δερματένιων | των | δερματένιων |
αιτιατική | τους | δερματένιους | τις | δερματένιες | τα | δερματένια |
κλητική | δερματένιοι | δερματένιες | δερματένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
δερματένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δερματένιος < δέρμα + -ένιος
Επίθετο επεξεργασία
δερματένιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερματένιος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δερματένιος
Πηγές επεξεργασία
- δερματένιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].