Δείτε επίσης: Βέρρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βέρος η βέρα το βέρο
      γενική του βέρου της βέρας του βέρου
    αιτιατική τον βέρο τη βέρα το βέρο
     κλητική βέρε βέρα βέρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βέροι οι βέρες τα βέρα
      γενική των βέρων των βέρων των βέρων
    αιτιατική τους βέρους τις βέρες τα βέρα
     κλητική βέροι βέρες βέρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική vero (αληθινός) + < λατινική veritas (αλήθεια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βέ‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

βέρος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία