γκάγκαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκάγκαρος αρσενικό
Σημειώσεις επεξεργασία
- με το όνομα γκάγκαρος αναφέρονταν σκωπτικά οι γηγενείς Αθηναίοι στα σπίτια των οποίων οι εξώπορτες υποτίθεται ότι έκλειναν με γκάγκαρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκάγκαρος
|
- ↑ γκάγκαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας