Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκάγκαρο τα γκάγκαρα
      γενική του γκάγκαρου των γκάγκαρων
    αιτιατική το γκάγκαρο τα γκάγκαρα
     κλητική γκάγκαρο γκάγκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκάγκαρο < ιταλική ganghero (μάνταλο / μεντεσές)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκάγκαρο ουδέτερο

  • είδος μάνταλου τρόπον τινά, κομμάτι ξύλου που κρεμόταν πίσω από την πόρτα της αυλής με σκοινί (στερεωμένο από πάνω) και όταν ο άνθρωπος άφηνε την πόρτα ελεύθερη, αυτό με το βάρος του την ασφάλιζε από μέσα

  Αναφορές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία