Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεριτάμπλ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική véritable → και δείτε τη λέξη veritas (λατινικά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.ɾiˈtabl/

  Επίθετο επεξεργασία

βεριτάμπλ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία