απαθλιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαθλιώνομαι < απ- + μεσαιωνική ελληνική ἀθλι(οῦμαι) / ἀθλιόομαι + -ώνομαι [1] < αρχαία ελληνική άθλιος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pa.θliˈo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐θλι‐ώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απαθλιώνομαι, π.αόρ.: απαθλιώθηκα, μτχ.π.π.: απαθλιωμένος
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος απαθλιώνω [2]
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ απαθλιώνομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «απαθλίωση (& απαθλιώνω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)