Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pa.θliˈo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαθλιώνομαι

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απαθλιώνομαι, π.αόρ.: απαθλιώθηκα, μτχ.π.π.: απαθλιωμένος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. απαθλιώνομαι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «απαθλίωση (& απαθλιώνω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)