Ετυμολογία

επεξεργασία
απαθλιώνω < ενεργητικός τύπος του απαθλιώνομαι

απαθλιώνω, αόρ.: απαθλίωσα, παθ.φωνή: απαθλιώνομαι, π.αόρ.: απαθλιώθηκα, μτχ.π.π.: απαθλιωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις από και άθλιος

Μεταφράσεις

επεξεργασία