Ετυμολογία

επεξεργασία
απαθλιώνω < ενεργητικός τύπος του απαθλιώνομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pa.θliˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐θλι‐ώ‐νω

απαθλιώνω, αόρ.: απαθλίωσα, παθ.φωνή: απαθλιώνομαι, π.αόρ.: απαθλιώθηκα, μτχ.π.π.: απαθλιωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και άθλιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία