ενεστώτας mess with
γ΄ ενικό ενεστώτα messes with
αόριστος messed with
παθητική μετοχή messed with
ενεργητική μετοχή messing with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mess with < → δείτε τις λέξεις mess και with

mess with (en)

  • τα βάζω με κάποιον, μπλέκομαι με κάποιον ή κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές
    ⮡  I should advise you not to mess with him.
    Δε θα σε συμβούλευα να τα βάλεις μαζί του.