mess with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mess with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | messes with |
αόριστος | messed with |
παθητική μετοχή | messed with |
ενεργητική μετοχή | messing with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmess with (en)
- τα βάζω με κάποιον, μπλέκομαι με κάποιον ή κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές
- ⮡ I should advise you not to mess with him.
- Δε θα σε συμβούλευα να τα βάλεις μαζί του.
- ⮡ I should advise you not to mess with him.
Πηγές
επεξεργασία- mess with - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 135. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω