Ουσιαστικό

επεξεργασία

jumble (en)

  • (μόνο στον ενικό) το ανακάτεμα, ένα ακατάστατο ή μπερδεμένο μείγμα πραγμάτων
    ⮡  His book is a strange jumble of ideas.
    Το βιβλίο του είναι ένα περίεργο ανακάτεμα ιδεών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge
ενεστώτας jumble
γ΄ ενικό ενεστώτα jumbles
αόριστος jumbled
παθητική μετοχή jumbled
ενεργητική μετοχή jumbling

jumble (en)

  • ανακατεύω, μπερδεύω τα πράγματα μαζί με μπερδεμένο ή ακατάστατο τρόπο
    ⮡  Who jumbled up my papers?
    Ποιος ανακάτεψε τα χαρτιά μου;
    ⮡  His things were all jumbled together on the bed.
    Τα πράγματά του ήταν όλα μπερδεμένα πάνω στο κρεβάτι.