αποδιοργανώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποδιοργανώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιοργανώνω
- θα αποδιοργανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιοργανώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποδιοργανώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδιοργάνωση