• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανατάραξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατάραξη οι αναταράξεις
      γενική της ανατάραξης* των αναταράξεων
    αιτιατική την ανατάραξη τις αναταράξεις
     κλητική ανατάραξη αναταράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναταράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανατάραξη < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανατάραξη θηλυκό

  1. η ενέργεια του αναταράσσω
  2. το αποτέλεσμα του αναταράσσω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανατάραξη
  • γαλλικά : turbulence (fr), perturbation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανατάραξη&oldid=5559550"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Απριλίου 2022, στις 19:05

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Απριλίου 2022, στις 19:05.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας