ανατάραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατάραξη | οι | αναταράξεις |
γενική | της | ανατάραξης* | των | αναταράξεων |
αιτιατική | την | ανατάραξη | τις | αναταράξεις |
κλητική | ανατάραξη | αναταράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναταράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανατάραξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανατάραξη θηλυκό
- η ενέργεια του αναταράσσω
- το αποτέλεσμα του αναταράσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατάραξη