πολυτάραχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυτάραχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυτάραχος < πολυ- + ταραχ(ή) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.liˈta.ra.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τά‐ρα‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτάραχος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από αναστάτωση και ταραχή, από μεγάλες διακυμάνσεις, εντάσεις (και μεταφορικά)
- (με κυριολεκτική έννοια)
- ※ Τα ποτάμια ακολουθούνε μια μακρινή και πολυτάραχη διαδρομή, μέσα από δάση, βάλτους, ατέλειωτες πεδιάδες, είτε μέσα από πόλεις ή χωριά και τελικά καταλήγουν σε κάποια θάλασσα (ΔΕΥΑΤ). Είναι λογικό η μορφή και η τυπολογία ενός ποταμού να επηρεάζεται από την πόλη που διατρέχει αλλά επηρεάζεται ιδιαίτερα και από τις εποχές και τα ξηρά και υγρά έτη.
- Σταυρούλα-Μυρτώ Πάτρα, Αστικά Ποτάμια και Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή: Ο Ληθαίος στα Τρίκαλα, (Ερευνητική Διπλωματική Εργασία), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2023, Θεσσαλονίκη, σελ. 20 @ikee.lib.auth.gr
- (με μεταφορική έννοια)
- ※ Ανάμεσα στο μίσος και τον τρόμο μου (τι νόημα έχει τώρα να μιλώ για τρόμο, τώρα που ξεγέλασα τον Ρίτσαρντ Μάντεν, τώρα που ο λαιμός μου λαχταράει τη θηλιά), σκέφτηκα πως αυτός ο πολυτάραχος και σίγουρα ευτυχής πολεμιστής δεν υποπτευόταν πως εγώ κατείχα το Μυστικό: το όνομα της ακριβούς τοποθεσίας του νέου όρχου του βρετανικού πυροβολικού, στην Ανκρ.
- Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά Ι, (πρώτη έκδοση 2014), Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, @google.books
- ≈ συνώνυμα: ταραχώδης, περιπετειώδης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυτάραχος
→ δείτε τις λέξεις ταραχώδης και περιπετειώδης |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυτάραχος | τὸ | πολυτάραχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυταράχου | τοῦ | πολυταράχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυταράχῳ | τῷ | πολυταράχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυτάραχον | τὸ | πολυτάραχον | ||
κλητική ὦ! | πολυτάραχε | πολυτάραχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυτάραχοι | τὰ | πολυτάραχᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυταράχων | τῶν | πολυταράχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυταράχοις | τοῖς | πολυταράχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυταράχους | τὰ | πολυτάραχᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολυτάραχοι | πολυτάραχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυταράχω | τὼ | πολυταράχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυταράχοιν | τοῖν | πολυταράχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυτάραχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυ- + ταραχ(ή) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυτάραχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι σε μεγάλη ταραχή, πολυτάραχος
- ≈ συνώνυμα: (για θάλασσα) πολύφλοισβος
Πηγές
επεξεργασία- πολυτάραχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.