περιπετειώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπετειώδης < περιπέτεια + -ώδης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.tiˈo.ðis/
Επίθετο επεξεργασία
περιπετειώδης, -ης, -ες
- που έχει διάθεση για περιπέτειες, τολμηρός
- ο περιπετειώδης εξερευνητής διηγείται σκηνές από τα σαφάρι του στην Αφρική
- που είναι γεμάτος περιπέτειες και κινδύνους
- περιπετειώδες ταξίδι, περιπετειώδης ιστορία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπετειώδης
|