Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπετειώδης η περιπετειώδης το περιπετειώδες
      γενική του περιπετειώδους της περιπετειώδους του περιπετειώδους
    αιτιατική τον περιπετειώδη την περιπετειώδη το περιπετειώδες
     κλητική περιπετειώδη(ς) περιπετειώδης περιπετειώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπετειώδεις οι περιπετειώδεις τα περιπετειώδη
      γενική των περιπετειωδών των περιπετειωδών των περιπετειωδών
    αιτιατική τους περιπετειώδεις τις περιπετειώδεις τα περιπετειώδη
     κλητική περιπετειώδεις περιπετειώδεις περιπετειώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπετειώδης < περιπέτεια + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.tiˈo.ðis/

  Επίθετο επεξεργασία

περιπετειώδης, -ης, -ες

  1. που έχει διάθεση για περιπέτειες, τολμηρός
    ο περιπετειώδης εξερευνητής διηγείται σκηνές από τα σαφάρι του στην Αφρική
  2. που είναι γεμάτος περιπέτειες και κινδύνους
    περιπετειώδες ταξίδι, περιπετειώδης ιστορία

  Μεταφράσεις επεξεργασία