Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aventureiro (pt)

ενικός πληθυντικός
aventureiro aventureiros

  Επίθετο επεξεργασία

aventureiro (pt) αρσενικό, aventureira θηλυκό {πληθ. θηλ.:aventureiras)