périlleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périlleux | périlleux |
θηλυκό | périlleuse | périlleuses |
périlleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | périlleux | périlleux |
θηλυκό | périlleuse | périlleuses |
périlleux (fr)