Ετυμολογία

επεξεργασία
péril < λατινική periculum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ʁil/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
péril périls

péril (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία