aventurero
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaventurero (es)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aventurero | aventureros |
Επίθετο
επεξεργασίαaventurero (es) αρσενικό, aventurera θηλυκό {πληθ. θηλ.:aventureras)
aventurero (es)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aventurero | aventureros |
aventurero (es) αρσενικό, aventurera θηλυκό {πληθ. θηλ.:aventureras)