διαταράκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαταράκτης < διαταράσσω + -της (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική perturbateur)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαταράκτης αρσενικό
- κάποιος που διαταράσσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαταράκτης
|