↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαταρακτικός η διαταρακτική το διαταρακτικό
      γενική του διαταρακτικού της διαταρακτικής του διαταρακτικού
    αιτιατική τον διαταρακτικό τη διαταρακτική το διαταρακτικό
     κλητική διαταρακτικέ διαταρακτική διαταρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαταρακτικοί οι διαταρακτικές τα διαταρακτικά
      γενική των διαταρακτικών των διαταρακτικών των διαταρακτικών
    αιτιατική τους διαταρακτικούς τις διαταρακτικές τα διαταρακτικά
     κλητική διαταρακτικοί διαταρακτικές διαταρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαταρακτικός < διαταράσσω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαταρακτικός

  • που έχει σχέση με διατάραξη, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία