διαταράσσομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
διαταράσσομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαταράσσω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαταράσσομαι | διαταρασσόμουν(α) | θα διαταράσσομαι | να διαταράσσομαι | διαταρασσόμενος | |
β' ενικ. | διαταράσσεσαι | διαταρασσόσουν(α) | θα διαταράσσεσαι | να διαταράσσεσαι | (διαταράσσου) | |
γ' ενικ. | διαταράσσεται | διαταρασσόταν(ε) | θα διαταράσσεται | να διαταράσσεται | ||
α' πληθ. | διαταρασσόμαστε | διαταρασσόμαστε διαταρασσόμασταν |
θα διαταρασσόμαστε | να διαταρασσόμαστε | ||
β' πληθ. | διαταράσσεστε | διαταρασσόσαστε διαταρασσόσασταν |
θα διαταράσσεστε | να διαταράσσεστε | (διαταράσσεστε) | |
γ' πληθ. | διαταράσσονται | διαταράσσονταν διαταρασσόντουσαν |
θα διαταράσσονται | να διαταράσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαταράχτηκα | θα διαταραχτώ | να διαταραχτώ | διαταραχτεί | ||
β' ενικ. | διαταράχτηκες | θα διαταραχτείς | να διαταραχτείς | διαταράξου | ||
γ' ενικ. | διαταράχτηκε | θα διαταραχτεί | να διαταραχτεί | |||
α' πληθ. | διαταραχτήκαμε | θα διαταραχτούμε | να διαταραχτούμε | |||
β' πληθ. | διαταραχτήκατε | θα διαταραχτείτε | να διαταραχτείτε | διαταραχτείτε | ||
γ' πληθ. | διαταράχτηκαν διαταραχτήκαν(ε) |
θα διαταραχτούν(ε) | να διαταραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαταραχτεί | είχα διαταραχτεί | θα έχω διαταραχτεί | να έχω διαταραχτεί | διαταραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαταραχτεί | είχες διαταραχτεί | θα έχεις διαταραχτεί | να έχεις διαταραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαταραχτεί | είχε διαταραχτεί | θα έχει διαταραχτεί | να έχει διαταραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαταραχτεί | είχαμε διαταραχτεί | θα έχουμε διαταραχτεί | να έχουμε διαταραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαταραχτεί | είχατε διαταραχτεί | θα έχετε διαταραχτεί | να έχετε διαταραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαταραχτεί | είχαν διαταραχτεί | θα έχουν διαταραχτεί | να έχουν διαταραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαταραγμένος - είμαστε, είστε, είναι διαταραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαταραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαταραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαταραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαταραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαταραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαταραγμένοι |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαταράσσομαι
|