Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βγάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις βγάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας (στη σημασία: ζωντανή μετάδοση) → δείτε την έκφραση στον αέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɣazo ston‿aˈeɾa/

  Έκφραση επεξεργασία

βγάζω στον αέρα, παθητική φωνή: βγαίνω στον αέρα

  1. μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
  2. (μεταφορικά) δημοσιοποιώ
  3. (κυριολεκτικά) αερίζω κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία