βγάζω στον αέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βγάζω στον αέρα < → δείτε τις λέξεις βγάζω, στον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας (στη σημασία: ζωντανή μετάδοση) → δείτε την έκφραση στον αέρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɣazo ston‿aˈeɾa/
Έκφραση
επεξεργασίαβγάζω στον αέρα, παθητική φωνή: βγαίνω στον αέρα
- μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
- (μεταφορικά) δημοσιοποιώ
- (κυριολεκτικά) αερίζω κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία βγάζω κάποιον στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
|