στον αέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαστον αέρα
- (εννοείται ρήμα, όπως το είμαι)
- (κυριολεκτικά) πετάω με το αεροπλάνο, είμαι σε πτήση
- (μεταφορικά) σε αβέβαιη κατάσταση, δεν έχω καλή ισορροπία/βάσεις και υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης
- ⮡ στηρίζομαι στον αέρα, στέκομαι στον αέρα
- → δείτε και την έκφραση χτίζω στον αέρα
- (ραδιόφωνο, τηλεόραση) σε ζωντανή μετάδοση
- → δείτε και την έκφραση βγάζω στον αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σε πτήση
→ δείτε τη λέξη πετάω |
σε αβέβαιη κατάσταση
|
σε ζωντανή μετάδοση
|